διαθερμασία

διαθερμασία

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "διαθερμασία" в других словарях:

  • διαθερμασία — η (Α διαθερμασία) [διαθερμαίνω] η διαθερμία αρχ. πλήρης θέρμανση σε όλη την έκταση …   Dictionary of Greek

  • διαθερμασίας — διαθερμασίᾱς , διαθερμασία warming effect fem acc pl διαθερμασίᾱς , διαθερμασία warming effect fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»