διαθερμασία
Смотреть что такое "διαθερμασία" в других словарях:
διαθερμασία — η (Α διαθερμασία) [διαθερμαίνω] η διαθερμία αρχ. πλήρης θέρμανση σε όλη την έκταση … Dictionary of Greek
διαθερμασίας — διαθερμασίᾱς , διαθερμασία warming effect fem acc pl διαθερμασίᾱς , διαθερμασία warming effect fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)